Article on the «National Energy Efficiency Fund vs Energy Poverty», (Newspaper Vima) , Dr. Kostas Andriosopoulos, Chairman, HAEE
Η ενεργειακή αποδοτικότητα αποτελεί το επόμενο στοίχημα για την Ελλάδα και η πρόσβαση σε στοχευμένη χρηματοδότηση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για να κερδίσει η χώρα τον χαμένο χρόνο και να αντιμετωπίσει την ενεργειακή φτώχεια των νοικοκυριών και τα χαμηλά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης, ενώ η Κομισιόν έχει απευθύνει ήδη αυστηρές προειδοποιήσεις για την υλοποίηση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής ανακαίνισης για τα εμπορικά κτίρια και τις κατοικίες, όπως απαιτείται στην ευρωπαϊκή οδηγία για την ενεργειακή απόδοση (οδηγία 2012/27/ΕΕ).
Προγράμματα όπως το «Εξοικονομώ κατ' οίκον ΙΙ» λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά προκειμένου να επιτύχουμε τους στόχους που έχει θέσει η Κομισιόν για το 2030 (πρόσφατα η ΕΕ συμφώνησε για τους νέους στόχους του 2030 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση - 32% και 32,5% αντίστοιχα) απαιτούνται μόχλευση κεφαλαίων, χρηματοδότηση νέων προγραμμάτων αλλά και θεσμικές αλλαγές και αναθεώρηση των μεθοδολογιών μέτρησης και επαλήθευσης της ενεργειακής εξοικονόμησης.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ), η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, παρά την πτώση των τιμών της ενέργειας, είχε σημαντικό αντίκτυπο στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά, μειώνοντας τους λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών, περιορίζοντας την αύξηση των επικίνδυνων εκπομπών αερίων που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή και καθιστώντας ασφαλέστερα τα ενεργειακά συστήματα. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην Ελλάδα συνδέεται με την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, τη μείωση του κόστους ενέργειας για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες και την απεξάρτηση από το πετρέλαιο. Η επερχόμενη λειτουργία του Εθνικού Ταμείου Ενεργειακής Απόδοσης (τον Ιούνιο του 2017 υποβλήθηκε στο ΥΠΕΝ μελέτη εφικτότητας/σκοπιμότητας για τη σύσταση του ΕΤΕΑΠ από εξωτερικό σύμβουλο) στοχεύει στην εξυπηρέτηση δράσεων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, ενός τομέα που χαρακτηρίζεται από επενδύσεις αυξημένου ρίσκου και προώθησης της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης που κάθε άλλο παρά διευκολύνει τη μόχλευση κεφαλαίων σε μια αγορά που στερείται ρευστότητας. Η ίδρυσή του θα προσφέρει στα νοικοκυριά ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση δράσεων για τη μείωση του ενεργειακού τους κόστους, ενώ θα διευκολυνθεί κατά τον ίδιο τρόπο και η αναβάθμιση των ενεργειακών υποδομών στις επιχειρήσεις.
Το ΕΤΕΑΠ θα μπορούσε να συγκεντρώσει κεφάλαια από διαφορετικές πηγές με τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων και ελληνικών και ξένων τραπεζών. Οσον αφορά τη χρηματοδότηση του Ταμείου, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο σχετικό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο (Ν. 4422/2015 καθώς και άλλων), οι βασικοί πόροι αρχικά θα προέρχονται από τη συλλογή και διαχείριση δημόσιων κεφαλαίων, από δημόσια έσοδα προερχόμενα από τη συλλογή περιβαλλοντικών προστίμων (όπως κάνει το Πράσινο Ταμείο) αλλά και από τις τυχόν οικονομικές συμβολές από τις ενεργειακές επιχειρήσεις (άρθρο 9 του Ν. 4342/2015). Ωστόσο το ΕΤΕΑΠ θα μπορούσε επίσης να έχει πρόσβαση σε ένα ευρύτερο φάσμα χρηματοδοτικών πόρων που θα προέρχονται και από ιδιωτικά επενδυτικά σχήματα, αλλά και διεθνείς τράπεζες επενδύσεων και ανάπτυξης.
Το Πράσινο Ταμείο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα μεταβατικό θεσμικό όργανο (βλ. άρθρο 21 του Ν. 4422/2015) και να αναλάβει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων και τη χρηματοδότηση έργων ενεργειακής απόδοσης μέχρι να τεθεί σε λειτουργία το ΕΤΕΑΠ. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο νέος διαχειριστικός δημόσιος φορέας οποιουδήποτε προγράμματος που υποστηρίζεται από το ΕΣΠΑ, το κράτος, τράπεζες, όπως είναι η EBRD, η ΕΤΕπ κ.λπ.